Στο Λευκόνοικο
Λευκόνοικον τα πρώτα σου να σου τα πώ κλαμώντα
που 'σες τη σπάστρα τζαι τιμή τζι άλλα πολλά προσώντα.
Εσού που τ' άλλα τα χωρκά είσες μιαν άλλη χάρη,
ήσουν μια αμματόπετρα, της Μεσαρκάς καμάρι.
Εχασες τζείν τα κάλλη σου, γυρεύκεις τα μα πού 'ν 'τα
τζι οι ξένοι εθαυμάζαν σε στους τόπους σου πο 'ρκούντα.
Οσα λαλώ 'ννεν ψέματα τζι ό,τι τζι αν πω σ' αξίζει,
γιατ' όπου βρέσει φαίνεται, τζει που σονίζ' ασπρίζει.
Εχω καμπόσα να σου πω τζι ώρα μου έν λλίη
τζείνος πο 'ρκετουν να σε δει εν εθελεν να φύει.
Που 'θώρεν τζείν την θέα σου μες τες καλές χρονιές σου
που 'σουν κκεφάτον τζι έλαμπαν οι νάκρες τζι οι γωνιές σου.
Ομως τωρά γερήμιασες τζι είσαι μοναξιασμένον
τζι έγινες αναγνώριστον μες το ζουρκόν χωσμένον,
μερόνυχτα περίλυπον, γιατ' είσε σκλαβωμένον
πο 'ναν σκληρόν καταχτητήν αξάγκωνα δημμένον.
Τζι ούτε κανένας ημπορεί κοντά σου να κοντέψει,
μήτε με σαιρετίσματα πιλέ μου να σου πέψει.
Εχασεν τζειν' το άστρον σου την πρωτινήν του λάμψη
μα πάρε λλίην 'πομονήν τζαι πάλ' εννά ξανάψει.
Τζι ούλοι κοντά σου να 'ρτουμε τούτ' η καρκιά ν' αννοίξει
καθένας με τους φίλους του, Τούρκος Ρωμιός να σμίξει,
να 'ρτει χαρά στα σείλη μας, να φύει τούτ' η πλήξη.
Αντώνης Π Αντωνίου
Λευκονοικιάτης Λαϊκος Ποιητής


Go to First Page