Δεν Ξεχνώ, Αγωνίζομαι και Διεκδικώ, Επιστροφή στον Ελεύθερο Δαυλό

Το Κάστρο της Καντάρας

 

ΙΣΤΟΡΙΑ    Το Κάστρο της Καντάρας είναι το ανατολικότερο από τα τρία κάστρα που κτίστηκαν στην  οροσειρά του Πενταδακτύλου. Κτισμένο σε ύψος 2068 ποδιών δεσπόζει της Βόρειας Παραλίας της Κύπρου, της πεδιάδας της Μεσαριάς και ελέγχει την είσοδο στην χερσόνησο της Καρπασίας. Το Κάστρο της Καντάρας όπως και  τα Κάστρα του Αγίου Ιλαρίωνα και του Βουφαβέντου πρωτοκτίστηκε από τους Βυζαντινούς,  πιθανό  μετά την πλήρη απαλλαγή της Κύπρου το 965 Μ.Χ. από τον Αραβικό κίνδυνο. Τίποτε όμως δεν είναι γνωστό για το Κάστρο πριν την  κατάκτηση της Κύπρου από τον βασιλέα Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο το 1191.

Για πρώτη φορά ακούμε για το Κάστρο το 1191. Ο Ισαάκιος Κομνηνός ο οποίος είχε ανακυρήξει τον εαυτό του βασιλέα της Κύπρου κατέφυγε εκεί μετά την ήττα του από τον 'Aγγλο βασιλέα Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο στην Τρεμετουσιά. Μετά που το Κάστρο της Κερύνιας παραδόθηκε στον Γκύ ντε Λουζινιάν, όπου είχαν αιχμαλωτιστεί η σύζυγος και η κόρη του Ισαάκιου, ο Ισαάκιος εγκατέλειψε την Καντάρα και παραδόθηκε στον 'Aγγλο Βασιλέα .

Περισσότερες πληροφορίες για το Κάστρο έχουμε για την περίοδο των Φράγγων και των Ενετών (1191- 1571). Η φυσικά ισχυρή θέση του το έκαμε πεδίο μαχών κυρίως κατά την διάρκεια του Λογγοβαρδικού πολέμου, οποίος κατά ένα μέρος ήταν το  αποτέλεσμα φιλονικιών μεταξύ τω Ιπποτών του Φραγκικού βασιλείου του νησιού. Με το όνομα Λε Κανταίρ  ή Καντάρ έμεινε πάντοτε απόρθητο από τους περιστασιακούς  πολιορκητές του.

Μετά την ήττα των υποστηρικτών του Γερμανού βασιλέα Φρειδερίκου του 2ου στη μάχη της Λευκωσίας  στις 14 Ιουλίου το 1229 από τους υποστηρικτές του βασιλέα Ερρίκου του 1ου (1218-1243) κάτω από την αρχηγία του Ιωάννη ντ' Ιβελίν, ένας από τους τέσσερις αρχηγούς της φιλογερμανικής μερίδας ο Γκωβαίν ντε Σιενισί κατέφυγε στο Κάστρο της Καντάρας μαζί με μερικούς υποστηρικτές του και οχυρώθηκε εκεί. Ο βασιλέας έστειλε στρατό υπό τις διαταγές  του Ιππότη Ανσώ ντε Μπρύ με σκοπό να καταλάβουν το Κάστρο. Οι πολιορκημένοι που  ήταν σχεδόν άοπλοι κατάφεραν να αντισταθούν για πολλούς μήνες, παρά την  καταστροφή των τειχών από την  ειδική πολιορκητική μηχανή που κατασκεύασε ο Ανσώ ντε Μπρύ. Ήταν μετά τον θάνατο του Γκωβαίν ντε Σιενισί και τις στερήσεις που η φρουρά παραδόθηκε το καλοκαίρι του 1230. Δύο χρόνια αργότερα το 1232 κατά την διάρκεια απουσίας από την Κύπρο του βασιλέα Ιωάννη  ντ' Ιβελίν, οι υποστηρικτές του βασιλέα Φρειδερίκου του 2ου υπό την επικεφαλής τον Σερ Αιμερύ Μπαρλαί επανακατέλαβε το κάστρο. Μετά την επιστροφή του βασιλέα και  την κατάληψη  της Αμμοχώστου, το Κάστρο της Καντάρας  παραδόθηκε στον Βασιλέα μετά από συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε με τον Φίλιππο της Νοβάρρας.

Το Κάστρο της Καντάρας έμεινε στα χέρια  των υποστηρικτών του  Βασιλέα Πέτρου του 2ου  (1369-1382) ακόμη και μετά την εισβολή των Γενουατών και  την κατάκτηση και καταστροφή της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου το 1373. Εδώ βρήκε καταφύγιο  ο Πρίγκηπας  Ιωάννης της Αντιοχείας όταν κατάφερε να δραπετεύσει από την Αμμόχωστο, όπου είχε φυλακιστεί από τους Γενουάτες, μεταμφιεσμένος σε μάγειρα, βοηθούμενος από ένα από τους μαγείρους του. Αργότερα το 1391 ο Βασιλέας Ιάκωβος ο 1ος  (1382-1398),  θείος και διάδοχος του Πέτρου του 2ου, σύμφωνα με τον Στέφανο Λουζινιάν οχύρωσε το Κάστρο της Καντάρας. Φαίνεται ότι οι σημερινές οχυρώσεις του Κάστρου χρονολογούνται από τότε. Το Φρούριο αποτελούσε πολύτιμο παρατηρητήριο και αμυντική προφυλακή όσο οι Γενουάτες κρατούσαν την Αμμόχωστο.

Μετά την κατάκτηση της Αμμοχώστου από τον Ιάκωβο τον 2ο ή πιθανό μετά την κατάκτηση της Κύπρου από  τους Ενετούς απόσπασμα Ιταλών από την Φρουρά της Αμμοχώστου αποσπάστηκε για την φρούρηση του Κάστρου της Καντάρας.

Η σημασία του Κάστρου, για την άμυνα της περιοχής από  εξωτερικές επιδρομές,  εκτιμάται στην έκθεση που έγραψε  Βαρθολομαίος Κονταρίνι  (1519). Εκείνη την εποχή το Κάστρο ήταν σε πολύ κακή κατάσταση από έλλειψη φυλάκων και επειδή ευρισκόταν μόνο δύο μίλια από την ακτή μπορούσε εύκολα να καταληφθεί από τρία ελαφρά οπλισμένα  εχθρικά πλοία. Ο Κονταρίνι θεωρούσε το Κάστρο πολύ σημαντικό και εισηγήθηκε να τοποθετηθούν εκεί  άνδρες από τα γειτονικά χωριά σαν φύλακες, με την προϋπόθεση να τους εξαιρέσουν από άλλες υπηρεσίες. Ο ίδιος θεωρούσε ότι αν το Κάστρο έπεφτε σε εχθρικά χέρια  θα ήταν δύσκολο να επανακαταληφθεί. Το 1529 ο Σιλβέστρο Μίνιο αναφέρει το Φρούριο σαν πολύ ισχυρό και οχυρωμένο μέρος. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1562 πληροφορούμαστε από τον Σαγρέδο ότι το Κάστρο ήταν ερειπωμένο. Ο Στέφανος  Λουζινιάν γράφει ότι τα τρία Κάστρα στη Βόρεια οροσειρά, η Καντάρα, το Βουφαβέντο και ο 'Aγιος Ιλαρίωνας κατεδαφίστηκαν από τους Ενετούς γιατί δεν τα θεωρούσαν σημαντικά οχυρωματικά έργα και από έλλειψη στρατού, δεν μπορούσαν ούτε να τα υπερασπίσουν. Η καταστροφή πάντως δεν ήταν ολοκληρωτική, εκείνος που έκαμε την μεγαλύτερη καταστροφή ήταν ο χρόνος και οι καιρικές συνθήκες.


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

 

Η βραχώδης βουνοκορφή πάνω στην οποία κτίστηκε το Κάστρο καθόρισε όχι μόνο την εξωτερική περίμετρο  του αλλά και την διάταξη των κατασκευών. Από Βορρά, Δύση και Νότο οι απότομοι κοφτεροί βράχοι δεν ευνοούν την προσέγγιση  και κάνουν την προσπέλαση σε αυτό αδύνατη. Έτσι η είσοδος στο Κάστρο γίνεται από τα Ανατολικά όπου ο βράχος είναι λιγότερο απότομος και επιτρέπει την πρόσβαση. Η  είσοδος στο Κάστρο γίνεται  διαμέσου ενός επιβλητικού προπυργίου που προστατεύεται από ισχυρούς πύργους.  Αυτό το προπύργιο και η εξωτερική είσοδος είναι σήμερα ερειπωμένα. Η είσοδος ευρίσκεται  στο κέντρο του ανατολικού εξωτερικού τείχους και προστατεύται και από τις δύο πλευρές από δύο ορθογώνιους πύργους  από τους οποίους μόνο το κατώτερο μέρος τους υπάρχει σήμερα.  Στο Νότιο Πύργο σήμερα έχoυν κατασκευαστεί τα αποχωρητήρια. Το εξωτερικό τείχος καταλήγει προς βορρά και προς νότο σε δύο πεταλοειδείς πύργους με πολεμίστρες. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά, ο επισκέπτης αφού διαβεί το προπύργιο φθάνει στην εσωτερική είσοδο του Κάστρου που ευρίσκεται στο κέντρο ενός δυνατού τείχους το οποίο καταλήγει σε δύο πελώριους πύργους προς  τον Βορρά και τον Νότο.

Ο επισκέπτης αφού περάσει την εσωτερική είσοδο στρίβοντας στα αριστερά φθάνει στον Ν.Α. πύργο μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα καλυμμένη με σταυροθόλιο. Το θολωτό υπόγειο της αίθουσας αυτής που έχει σήμερα μετατραπεί σε στέρνα για αποθήκευση νερού της βροχής, αρχικά χρησίμευε σαν φυλακή. Αφήνοντας τον πύργο αυτό  ο επισκέπτης φθάνει  σε μια θολωτή αίθουσα που σήμερα χρησιμοποιείται σαν γραφείο του Φύλακα. Από εδώ ο επισκέπτης ακολουθώντας το μονοπάτι που οδηγά προς Νότο φθάνει σε τρία συνεχόμενα  θολωτά δωμάτια  με πολεμίστρες που χρησιμοποιούνταν σαν τόπος διαμονής για τους στρατιώτες.  Στο νοτιότερο μέρος αυτής της περιοχής ευρίσκονται τα Μεσαιωνικά αποχωρητήρια τα οποία ξεπλένονταν με νερό από τον αγωγό  που αποστράγγιζε την περιοχή που καταλάμβαναν αυτά τα κτίρια. Ακολουθώντας το μονοπάτι προς τα νοτιοδυτικά, ο επισκέπτης βλέπει στα αριστερά, τα απομεινάρια του νότιου τείχους του Κάστρου και στα δεξιά μια πεταλοειδή δεξαμενή. Πιο κάτω προς τα δυτικά ο επισκέπτης βλέπει στα αριστερά τα απομεινάρια ενός πύργου και στα δεξιά  τα ερείπια άλλων δωματίων και δεξαμενών. Στο δυτικό μέρος του το νότιο τείχος καταλήγει σε ένα πεταλοειδή πύργο  και συνεχίζει στα δυτικά του βράχου με τρία θολωτά δωμάτια. Στο νοτιότερο δωμάτιο υπάρχει μια μικρή πύλη που χρησιμοποιείτο από την φρουρά σε ώρα ανάγκης.  Στην Βόρεια πλευρά του δυτικού μέρους του κάστρου ο επισκέπτης συναντά ακόμη δύο θολωτά δωμάτια τα οποία χρησιμοποιούνταν σαν δεξαμενές.

Αφήνοντας αυτό το μέρος ο επισκέπτης, και ακολουθώντας το απότομο μονοπάτι βλέπει στα αριστερά του τα απομεινάρια του Βυζαντινού Βόρειου τείχους του Κάστρου με στέρνες και άλλα δωμάτια τα οποία είναι σήμερα καταστραμμένα συθέμελα.
 

Από εδώ η θέα της Βόρειας Ακτής της Κύπρου είναι μαγευτική. Οι απότομοι βράχοι στη Βόρεια πλευρά του Κάστρου με την άγρια ομορφιά τους καταλήγουν σε μια σειρά από λοφίσκους με ομαλές γραμμές που φθάνουν μέχρι την παραλία.

Αφήνοντας το Βόρειο τοίχος του Κάστρου που αγκαλιάζει τον απότομο βράχο, ο επισκέπτης μπορεί να επισκεφθεί την αίθουσα στην κορυφή, της οποίας το νότιο τείχος με το ωραίο παράθυρο διατηρείται σχεδόν ανέπαφο. Από το ύψος των 2068 ποδιών  πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ο επισκέπτης αγναντεύει την Βόρεια Ακτή της Κύπρου ολοπράσινη με δάση και ελαιόδεντρα, την Χερσόνησο της Καρπασίας και την Ανατολική Μεσαορία καθώς και τον κόλπο της Αμμοχώστου. Η θέα είναι μοναδική και γοητευτική. Η Μεσαιωνική Φρουρά του Κάστρου χρησιμοποιούσε τον πύργο αυτό όχι μόνο για να απολαύσει την θέα  αλλά και για να ανταλλάζει μηνύματα με την φρουρά του Κάστρου του Βουφαβέντου.
 

Κατεβαίνοντας από τον Πύργο της κορυφής και ακολουθώντας το μονοπάτι με Βορειοανατολική κατεύθυνση ο επισκέπτης φθάνει  στον Βορειοανατολικό  διώροφο πύργο που ελέγχει την είσοδο και ελέγχει τις κινήσεις στη Βόρεια θάλασσα. Το ισόγειο αυτού του πύργου αποτελείται από ένα πέρασμα με πολεμίστρες στο Βορρά που οδηγεί σε μια τετράγωνη αίθουσα καλυμμένη με σταυροειδή θόλο. Μια είσοδος στο Ανατολικό Τείχος της αίθουσας αυτής οδηγεί στo θολωτό πύργο σε σχήμα πετάλου με  πολεμίστρες και στις τρεις πλευρές του. Ο πάνω όροφος του πύργου αυτού αποτελείτο από ένα στενό πέρασμα που κατέληγε σε μια τετράγωνη αίθουσα. Από εδώ η αίθουσα οδηγούσε στην οροφή του πύργου η οποία περιβαλλόταν από ένα παραπέττο με πολεμίστρες. Αφήνοντας αυτό τον πύργο ο επισκέπτης και ακολουθώντας το μονοπάτι  στα αριστερά του, φθάνει στην εσωτερική είσοδο του Κάστρου. 

Τo πιο πάνω κείμενο είναι μετάφραση από το αγγλικό κείμενο που λήφθηκε από τον οδηγό επισκέπτη του Κάστρου της Καντάρας που εκδόθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας.