black_horizontal.gif (38 bytes)

 

black_vertical.gif (38 bytes)
Back ] Up ] Next ]    
Σχέσεις Μεταξύ Κύπρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης: Σύντομο Ιστορικό

 

1. Εισαγωγή

Οι σχέσεις της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, και ακολούθως με την Ευρωπαϊκή ΄Ένωση, έχουν εξελιχθεί σταδιακά από μια Συμφωνία Σύνδεσης το 1972 σε ένα Πρωτόκολλο Τελωνειακής Ένωσης το 1987. Στη συνέχεια είχαμε την αίτηση για πλήρη ένταξη το 1990, τη θετική γνωμοδότηση της Επιτροπής της ΕΕ για την αίτηση της Κύπρου το 1993, και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων το Μάρτιο 1998. Η εξέλιξη προς ακόμα στενότερες σχέσεις με την ΕΕ προχώρησε σταθερά στη βάση της επιτυχούς εφαρμογής κάθε σταδίου, και είναι αξιοσημείωτο το ότι λίγα τεχνικά ή εμπορικά προβλήματα υπήρξαν με την εφαρμογή των συμφωνιών. Ένα χαρακτηριστικό όλων των συμφωνιών με την ΕΕ είναι η αμοιβαία επιθυμία η ένταξη να αποβεί προς όφελος ολόκληρου του λαού της Κύπρου, και παρά τους περιορισμούς υπήρξαν οφέλη στο εμπόριο καθώς και σε δικοινοτικά έργα όπως το αποχετευτικό σχέδιο Λευκωσίας, το Ενιαίο Ρυθμιστικό Σχέδιο Λευκωσίας και έργα ηλεκτροδότησης και ύδρευσης τα οποία στο παρελθόν χρηματοδοτούνταν από τα Χρηματοδοτικά Πρωτόκολλα που συνήφθησαν στο πλαίσιο της σύνδεσης ΕΕ – Κύπρου.

Οι πολύ στενές σχέσεις με την ΕΕ αναπτύχθηκαν στη βάση της συμφωνίας σύνδεσης, και πιο συγκεκριμένα η συμπλήρωση της πρώτης φάσης της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ – Κύπρου την 1η Ιανουαρίου 1998, καθώς και τα οικονομικά επιτεύγματα της χώρας από της ανεξαρτησίας της έχουν καταστήσει την Κύπρο την πιο προηγμένη από τις αιτήτριες χώρες, και το κράτος που θεωρείται ότι αντιμετωπίζει τα λιγότερα προβλήματα όσον αφορά την εναρμόνιση με το κοινοτικό κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πιο κάτω παρατίθεται ένα σύντομο ιστορικό των σχέσεων της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

  

2. Η Συμφωνία Σύνδεσης

Η Κύπρος συνδέεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1973 με μια Συμφωνία Σύνδεσης η οποία προνοεί για την εγκαθίδρυση τελωνειακής ένωσης σε δυο στάδια. Η συμφωνία αυτή περιέχει διευθετήσεις για εμπορική, οικονομική και τεχνική συνεργασία οι οποίες θα εφαρμοστούν προς όφελος ολόκληρου του πληθυσμού του νησιού. Το πρώτο στάδιο προνοούσε για την κατά φάσεις μείωση των δασμών στα βιομηχανικά και γεωργικά προϊόντα. Το στάδιο αυτό έπρεπε να λήξει τον Ιούνιο του 1977 αλλά παρατάθηκε μέχρι το τέλος του 1987, προθεσμία μέχρι την οποία όλοι οι στόχοι επιτεύχθηκαν.

Το Πρωτόκολλο που διέπει τη μετάβαση στο δεύτερο στάδιο της Συμφωνίας, τη συμπλήρωση της τελωνειακής ένωσης, επίσης σε δυο φάσεις, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1988. Η πρώτη φάση, από το 1988 μέχρι το 1997 προνοούσε α) για τη μείωση από πλευράς της Κύπρου των τελωνειακών δασμών και των ποσοτικών περιορισμών στα βιομηχανικά προϊόντα (εκτός των προϊόντων πετρελαίου και 15 κατηγοριών ευαίσθητων προϊόντων) και σε 43 γεωργικά προϊόντα που καλύπτονται από τη Συμφωνία

β) την υιοθέτηση από πλευράς της Κύπρου του Κοινού Τελωνειακού Δασμολογίου της Ένωσης και

γ) την εναρμόνιση των πολιτικών για τον ανταγωνισμό, τις κρατικές βοήθειες και την προσέγγιση της νομοθεσίας.

Η δεύτερη φάση, από το 1998 μέχρι το 2002 ή 2003 (ανάλογα με το τι θα αποφασισθεί από το Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΕ – Κύπρου) προνοεί για την ελεύθερη και χωρίς περιορισμούς διακίνηση βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων και την υιοθέτηση των πολιτικών που απαιτούνται για τη συμπλήρωση της τελωνειακής ένωσης. Εν όψει, όμως, της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων το Μάρτιο του 1998, για πρακτικούς λόγους οι διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη φάση της τελωνειακής ένωσης αναβλήθηκαν.

 

3. Κοινοτική Βοήθεια

Σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την υποδομή της χώρας η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση έχει παράσχει οικονομική βοήθεια με την υπογραφή τεσσάρων χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων με την Κύπρο τεχνικής και οικονομικής φύσεως που καλύπτουν την περίοδο 1979-1998. Με τα πρώτα τρία χρηματοδοτικά πρωτόκολλα η Κύπρος πήρε συνολικά 136 εκατομμύρια ΕCU, τα 92 σε δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων με επιχορηγημένο επιτόκιο και τα 44 από τον προϋπολογισμό της ΄Ενωσης υπό μορφή χορηγιών, δανείων και κεφαλαίων κινδύνου. Το τέταρτο πρωτόκολλο, συνολικού ύψους 34 εκατομμυρίων ΕCU, υπογράφηκε το 1995 για να καλύψει την περίοδο 1995-1998 και περιλαμβάνει 24 εκατομμύρια ΕCU από χορηγίες από τον προϋπολογισμό της ένωσης και 50 εκατομμύρια ECU από δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

΄Ολες οι χορηγίες και τα δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων βάσει των πρώτων δυο πρωτοκόλλων χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής προς όφελος όπου είναι δυνατόν ολόκληρου του πληθυσμού της Κύπρου, όπως το αποχετευτικό σύστημα Λευκωσίας και η πεζοδρομοποίηση των οδών Λήδρας και Ονασαγόρου και της Λεωφόρου Κερύνειας και από τις δύο πλευρές της μοιρασμένης πόλης της Λευκωσίας, καθώς και το υδατικό έργο του Νοτίου Αγωγού και το σχέδιο επεξεργασίας λυμάτων και την κατασκευή δυο ηλεκτροπαραγωγών μονάδων στον ηλεκτροπαραγωγό σταθμό Δεκέλειας.

Το τρίτο πρωτόκολλο χρησιμοποιήθηκε για να διευκολυνθεί η μετάβαση της οικονομίας της Κύπρου προς την ενσωμάτωση στην ΄Ενωση με έμφαση στην ανάπτυξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στη βιομηχανία, τον τουρισμό και τη μεταποίηση και προς την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου στο νησί.

Ο σκοπός του τέταρτου πρωτοκόλλου είναι να προωθήσει την ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας και των στόχων της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΕ – Κύπρου, να διευκολύνει την οικονομική μετάβαση της Κύπρου με στόχο την ένταξη της στην ΕΕ, να υποστηρίξει συμμετοχή της Κύπρου σε ορισμένα προγράμματα της ΕΕ και να υποστηρίξει τις προσπάθειες για προώθηση μιας συνολικής διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος. Από τα συνολικά 24 εκατομμύρια ECU των χορηγιών, 5 εκατομμύρια τέθηκαν κατά μέρος για έργα που προορίζονται να προωθήσουν την ανάπτυξη ολόκληρου του νησιού (δικοινοτικά έργα ή έργα προς όφελος της τουρκοκυπριακής κοινότητας τα οποία συμβάλλουν στην ενότητα του νησιού) και 12 εκατομμύρια ECU για πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην προώθηση μιας συνολικής λύσης του κυπριακού προβλήματος.

Το Τέταρτο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο παρατάθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999.

Πιο πρόσφατα, και εκτός του πλαισίου των χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει αποφασίσει να δανείσει στους Δήμους Λεμεσού – Αμαθούντας 10 εκατομμύρια ECU για την επέκταση του αποχετευτικού δικτύου της πόλης, έργο που θα συμπληρωθεί μέχρι το 1999.

 

4. Αίτηση και Γνωμοδότηση

Στις 4 Ιουλίου 1990 η αίτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας για ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες υποβλήθηκε στον Υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας, τότε Πρόεδρο του Συμβουλίου.

Η Επιτροπή στην γνωμοδότηση της για την αίτηση που εκδόθηκε στις 30 Ιουνίου 1993 και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 17 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, έκρινε την Κύπρο επιλέξιμη για ένταξη και εν αναμονή προόδου στο πολιτικό πρόβλημα επιβεβαίωσε ότι η κοινότητα ήταν έτοιμη να αρχίσει τη διαδικασία με την Κύπρο που θα οδηγούσε στην τελική της ένταξη.

Το συμπέρασμα στην γνωμοδότηση της Επιτροπής για την αίτηση της Κύπρου για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ανέφερε τα ακόλουθα:

«Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, οι βαθιοί δεσμοί οι οποίοι, για δυο χιλιάδες χρόνια, τοποθετούν το νησί στην ίδια την πηγή της Ευρωπαϊκής κουλτούρας και πολιτισμού, η έντονη ευρωπαϊκή επίδραση που είναι εμφανής στις αξίες που έχει ο λαός της Κύπρου και στην πολιτιστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή των πολιτών της, ο πλούτος των ποικίλων επαφών της με την Κοινότητα, όλα αυτά προσδίδουν στην Κύπρο, πέραν πάσης αμφιβολίας, την ευρωπαϊκή της ταυτότητα και χαρακτήρα και επιβεβαιώνουν τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό».

 

Η Επιτροπή εισηγήθηκε στο Συμβούλιο την έναρξη ουσιαστικών συνομιλιών με την Κύπρο με την ελπίδα ότι θα διευκολύνουν τη διεξαγωγή των μελλοντικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων και σύστησε την επανεξέταση της αίτησης τον Ιανουάριο του 1995.

Τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια της Κέρκυρας τον Ιούνιο του 1994 και του Εσσεν το Δεκέμβριο του 1994 επιβεβαίωσαν ότι ο επόμενος γύρος της διεύρυνσης της Ενωσης θα περιλαμβάνει την Κύπρο και τη Μάλτα.

 

5. Το Συμβούλιο συμφωνεί για την ένταξη

Το Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. μετά από εξέταση της έκθεσης του παρατηρητή της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κύπρο στις 6 Μαρτίου 1995 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διαπραγματεύσεις θα άρχιζαν στη βάση των προτάσεων της Επιτροπής έξι μήνες μετά την λήξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της Διάσκεψης. Θεώρησε επίσης ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. πρέπει να φέρει αυξημένη ασφάλεια και ευημερία και στις δυο κοινότητες του νησιού.

Ιδιαίτερα πρέπει να επιτρέψει στο βόρειο τμήμα του νησιού να προοδεύσει οικονομικά και να βελτιώσει την προοπτική για την ανάπτυξη και την απασχόληση ιδιαίτερα για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Το Συμβούλιο θεώρησε ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα πρέπει να αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα της ένταξης στην Ε.Ε. πιο καθαρά και οι ανησυχίες της για την προοπτική αυτή να κατευναστούν. Το Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να οργανώσει, σε διαβούλευση με την Κυβέρνηση της Κύπρου, τις απαραίτητες επαφές για το σκοπό αυτό με την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Το Συμβούλιο Σύνδεσης Ε.Ε.-Κύπρου στις 12 Ιουνίου 1995 υιοθέτησε ένα κοινό ψήφισμα για την εγκαθίδρυση ενός διαρθρωμένου διαλόγου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Κύπρου και για ορισμένα στοιχεία της στρατηγικής για την προετοιμασία της για ένταξη. Το ψήφισμα περιλάμβανε μερικά συγκεκριμένα σημεία που έπρεπε να καλυφθούν από την προενταξιακή στρατηγική όπως προσπάθειες να εξοικειωθεί η Κυπριακή διοίκηση με το κοινοτικό κεκτημένο και να μπορέσει να συμμετάσχει η Κύπρος σε διάφορα κοινοτικά προγράμματα όπως τα εκπαιδευτικά προγράμματα Λεονάρδο και Σωκράτης, τα πολιτιστικά προγράμματα Αριάν, Καλειδοσκόπιο και Ραφαήλ, το οπτικο-ακουστικό πρόγραμμα Media II, το 4ο Πρόγραμμα Πλαισίου για Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη, το πρόγραμμα τελωνείων Ματθαίος και τα προγράμματα νεολαίας Νεολαία για την Ευρώπη ΙΙΙ.

Το Συμβούλιο Σύνδεσης συμφώνησε ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ένωση στοχεύει να ωφελήσει και τις δύο κοινότητες στο νησί και να συμβάλει στην ειρήνη και τη συμφιλίωση.

 

6. Διαρθρωμένος Διάλογος

Στις 17 Ιουλίου 1995 η Ένωση υιοθέτησε τις ακριβείς διευθετήσεις για το διαρθρωμένο διάλογο που περιλάμβαναν Συναντήσεις Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ε.Ε., Υπουργικές συναντήσεις, συναντήσεις πολιτικών διευθυντών και εμπειρογνωμόνων καθώς και την πιθανή ευθυγράμμιση με τις διακηρύξεις της Ένωσης, σύνδεση με τα διαβήματα της Ένωσης και με την εφαρμογή κοινών ενεργειών. Από τότε έχουν γίνει δεκάδες συναντήσεις για το διαρθρωμένο διάλογο τόσο στην Κύπρο όσο και σε χώρες-μέλη για θέματα εσωτερικών και δικαιοσύνης, εσωτερικής αγοράς, περιβάλλοντος, μεταφορών, εκπαίδευσης και πολιτισμού, έρευνας και ανάπτυξης, οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα, θέματα Υγείας και Κοινωνικά, Πολιτικά θέματα, ενώ ο Πρόεδρος της Κύπρου παρέστη σε ενημέρωση που έγινε στα περιθώρια των Διασκέψεων Κορυφής.

Οι συναντήσεις για το διαρθρωμένο διάλογο αποτέλεσαν σημαντικό βήμα για στενές ανταλλαγές απόψεων και σε βάθος εξέταση της προόδου που έκανε η Κύπρος σε σχέση με την εναρμόνιση της νομοθεσίας της, των πολιτικών και των πρακτικών για τελική ένταξη. Στο μεταξύ η Ένωση επαναβεβαίωσε σε διάφορες περιπτώσεις (Διασκέψεις Καννών, Μαδρίτης και Φλωρεντίας) ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα άρχιζαν έξι μήνες μετά τη λήξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης και η Προεδρία του Συμβουλίου διόρισε ένα απεσταλμένο για να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο Κυπριακό και τις προσπάθειες των Ηνωμένων Εθνών για μια πολιτική λύση.

 

7. Η Διακυβερνητική Διάσκεψη τελειώνει

Στις 27 Ιουνίου 1997 οι Αρχηγοί Κυβερνήσεων δέκα χωρών της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, της Κύπρου και της Τουρκίας, ενημερώθηκαν από τον Ολλανδό Πρωθυπουργό Κοκ, τον Υπουργό Εξωτερικών van Mierlo, τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Santer και τον Επίτροπο van den Broek για τα αποτελέσματα της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης Κορυφής του Αμστερνταμ η οποία είχε επίσημα κλείσει την Διακυβερνητική Διάσκεψη. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή έδωσαν εκτενείς λεπτομέρειες για τη Συνθήκη που προέκυψε υπογραμμίζοντας τομείς όπου είχαν γίνει σημαντικές βελτιώσεις και εξηγώντας τις θεσμικές συμφωνίες που σχετίζονταν με τη διεύρυνση.

 

8. Αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση

Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 16 Ιουλίου, η Επιτροπή επανεκτίμησε στην Ατζέντα 2000, το έγγραφο προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις μελλοντικές εξελίξεις της Ενωσης, την κατάσταση από της έκδοσης της γνωμοδότησης της για την Κύπρο το 1993 επιβεβαιώνοντας ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα άρχιζαν πράγματι όπως σχεδιάστηκε.

Η Ατζέντα 2000 επανέλαβε την αποφασιστικότητα της Ένωσης να διαδραματίσει θετικό ρόλο στην επίτευξη μιας διαρκούς και μόνιμης διευθέτησης, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Για το σκοπό αυτό το Συμβούλιο συνέχισε να ανανεώνει το διορισμό απεσταλμένου της Προεδρίας για να παρακολουθεί και να δίνει αναφορά για τις εξελίξεις στις προσπάθειες για μια πολιτική διευθέτηση.

Όπως αναφέρεται στην Ατζέντα η Ένωση δεν μπορεί να αναμιχθεί στις θεσμικές διευθετήσεις που θα συμφωνούνταν μεταξύ των μερών. Αλλά είναι πρόθυμη να συμβουλεύσει για τη συμβατότητα τέτοιων διευθετήσεων με το κοινοτικό κεκτημένο. Αισθάνεται, επίσης, ότι η προοπτική της ένταξης δεν μπορεί από μόνη της να παράσχει ένα τέτοιο κίνητρο.

Το χρονοδιάγραμμα που συμφωνήθηκε για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κύπρο σήμαινε ότι μπορούσαν να αρχίσουν προτού επιτευχθεί πολιτική λύση. Η Ενωση συμμεριζόταν την άποψη που εξέφρασε ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ότι η απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων θα θεωρείτο σαν θετική εξέλιξη η οποία μπορούσε να προωθήσει την αναζήτηση μιας πολιτικής διευθέτησης. Η Επιτροπή πίστευε ότι οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη θα διευκολύνονταν αν γινόταν αρκετή πρόοδος μεταξύ των μερών το 1997 ώστε να επιτραπεί σε εκπροσώπους της Τουρκοκυπριακής κοινότητας να αναμιχθούν στην ενταξιακή διαδικασία και ότι συμφωνία πάνω σε πολιτική διευθέτηση θα επέτρεπε ταχύτερη κατάληξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Η Ατζέντα 2000 το είχε όντως καταστήσει σαφές ότι αν δεν υπήρχε πρόοδος προς μια λύση πριν από την ημερομηνία που αναμενόταν να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, αυτές θα άρχιζαν με την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως τη μόνη αρχή που αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο. Ο Επίτροπος παρότρυνε τα μέρη να εκμεταλλευθούν το παράθυρο ευκαιρίας που υπήρχε για μια διευθέτηση με διαπραγματεύσεις πριν την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και υποσχέθηκε συνέχιση των δικοινοτικών δραστηριοτήτων και έργων της Επιτροπής που αποσκοπούσαν στην ενημέρωση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας για τα πλεονεκτήματα της ένταξης.

 

9. Έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων

Πάνω στη βάση των προτάσεων της Επιτροπής που περιλαμβάνονταν στην Ατζέντα 2000, και λαμβάνοντας υπόψη την επιτυχή κατάληξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου (Δεκ. 1997) αποφάσισε να εγκαινιάσει μια συνολική διαδικασία διεύρυνσης με τις δέκα αιτήτριες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την Κύπρο, στις 30 Μαρτίου 1998.

Η διαδικασία προνοούσε για μια αυξημένη προενταξιακή στρατηγική και ειδική προενταξιακή βοήθεια για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και μια ειδική προενταξιακή στρατηγική για την Κύπρο που συνίστατο από:

  • Συμμετοχή σε ορισμένα προγράμματα-στόχους, ιδιαίτερα για ενίσχυση των δικαστικών και διοικητικών δυνατοτήτων.
  • Συμμετοχή σε ορισμένα κοινοτικά προγράμματα και φορείς.
  • Χρήση τεχνικής βοήθειας που παρέχεται από το Γραφείο Ανταλλαγής Πληροφοριών για Τεχνική Βοήθεια.

 

Eπιπλέον, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου υιοθέτησε την πρόταση της Επιτροπής να συγκαλέσει διμερείς διακυβερνητικές διασκέψεις την Άνοιξη του 1998 για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Εσθονία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας και τη Σλοβενία.

Στις 12 Μαρτίου 1998 ο Πρόεδρος Κληρίδης παρουσίασε στην Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μια επίσημη πρόταση η οποία προσκαλούσε τους Τουρκοκυπρίους να ορίσουν εκπροσώπους ως πλήρη μέλη της ομάδας που θα διαπραγματευθεί την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η πρόταση αυτή δεν έχει ακόμα γίνει αποδεκτή αλλά παραμένει στο τραπέζι σαν πρόσκληση προς την Τουρκοκυπριακή πλευρά να συμμετάσχει.

Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις Κύπρου-ΕΕ άρχισαν στις 31 Μαρτίου 1998. Στις εναρκτήριες παρατηρήσεις του ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών, Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών κ. Robin Cook χαιρέτισε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κύπρο και εξέφρασε την ελπίδα ότι αυτές θα σημειώσουν γρήγορη πρόοδο. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών τόνισε ότι:

«Η Ένωση πιστεύει ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ πρέπει να ωφελήσει όλες τις κοινότητες, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, και να βοηθήσει στην επίτευξη ειρήνης και συμφιλίωσης στο νησί.»

 

Πρόσθεσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση χαιρετίζει την προσφορά

«που έγινε για συμπερίληψη Τουρκοκυπρίων εκπροσώπων στην ομάδα που θα διαπραγματευθεί τους όρους της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση θλίβεται γιατί η Τουρκοκυπριακή πλευρά μέχρι στιγμής έχει ανταποκριθεί αρνητικά στην προσφορά αυτή. Επαναλαμβάνει τη σημασία που αποδίδει στη σύνδεση των Τουρκοκυπρίων με την ενταξιακή διαδικασία, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου. Η Προεδρία και η Επιτροπή θα κάνουν τις απαραίτητες επαφές.»

 

Το πρώτο στάδιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, που άρχισε στις 3 Απριλίου 1996, περιλαμβάνει την αναλυτική εξέταση του κοινοτικού κεκτημένου, το οποίο έχει χωριστεί σε 31 κεφάλαια για εύκολη αναφορά. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου («αναλυτική εξέταση του κεκτημένου»), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει και εξηγεί το κεκτημένο σε ένα ορισμένο τομέα. η αιτήτρια χώρα παρουσιάζει τη δική της πολιτική στον τομέα και συγκρίνονται τα δύο ούτως ώστε να πιστοποιηθούν οι απαραίτητες νομοθετικές ή άλλες αλλαγές που χρειάζονται για την επίτευξη εναρμόνισης. Η αναλυτική εξέταση του κεκτημένου αναμένεται να συμπληρωθεί μέχρι το Φθινόπωρο του 1999. Στο μεταξύ, αναμένεται να αρχίσουν ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για ορισμένα κεφάλαια του κεκτημένου.

Κατά τη διάρκεια της Συνόδου στο Κάρντιφ (15-16 Ιουνίου 1998), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σημείωσε ότι μετά από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στις 31 Μαρτίου 1998 με την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Εσθονία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας και τη Σλοβενία, έχει συμπληρωθεί η εξέταση για επτά κεφάλαια του κεκτημένου. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Κάρντιφ σημείωσε επίσης ότι «προτεραιότητα της Ένωσης είναι να διατηρήσει τη διαδικασία διεύρυνσης για τις χώρες που καλύπτονται στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου, στα πλαίσια της οποίας μπορούν ενεργά να προωθούν την υποψηφιότητά τους και να σημειώνουν πρόοδο προς την ανάληψη των υποχρεώσεων της ένταξης, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων της Κοπεγχάγης.»

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο συνήλθε στη Βιέννη (Δεκέμβριος 1998), επανεξέτασε την ενταξιακή διαδικασία και σημείωσε με ικανοποίηση ότι «οι έξι Διασκέψεις Ένταξης με την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Εσθονία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας και τη Σλοβενία έχουν εισέλθει σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις και έφεραν τα πρώτα συγκεκριμένα αποτελέσματα.»

Λεπτομέρειες για την ενταξιακή διαδικασία Κύπρου-ΕΕ υπάρχουν στα κείμενα που ακολουθούν.

 

Back ] Up ] Next ]