Βασίλη Μιχαηλίδη "Η 9η Ιουλίου του 1821"

2. Ο Κκιόρ-ογλους




Εγείραν τα μεσάνυχτα τζι' επήρεν το ξιφώτιν,
τζι' ο Κκιόρ-ογλους πούτουν καλή, πολλά καλ' η ψυσιή του
εξέβην πώσσω του κρυφά τζι' επήεν στον Δεσπότην,
τζι' εξύπνησέν τον τζι' έκατσεν κοντά του τζιαι λαλεί του:
"Εν' έσσω μου, Τζιυπριανέ, τ' αμάξιν μου ζεμένον,
τ' αμάξιν μου, Τζιυπριανέ, εν' έσσω αντροσιασμένον,
τζι' αν θέλης για να ποσπαστής που σίουρην κρεμμάλλαν
τζι' αν θέλης που τον θάνατον να φύης να γλυτώσης,
να πας με το χαρέμιν μου κρυφά κρυφά στην Σκάλαν,
τα κουσουλάτα εν' αννοιχτά, να πάης να τρυπώσης.

Ηρτεν του Μουσελλίμ-αγά φερμάνιν που την Πόρταν
τζι' εψές άρπα τζι' ανόρπιστα εγίνην μετζιηλίσιν,
τζι' έσιει πκιον εις το σιέριν του την μαύρην σας την σόρταν,
στο σιέριν του τον θάνατον, στο σιέριν του την κρίσην.
Να μεν αρκής, Τζιυπριανέ, να χάννης τον τζιαιρόν σου,
να πάης να φαραντζιστής αν θέλης το καλόν σου.
Πρέπει να πας, ει δε τζι' αν ου, εχάθης δίχως άλλον,
αν σ' εύρ' η μέρα το πωρνόν δα μέσα δα, εν νάσαι
νεκρός εις την κρεμμασταρκάν είτε νεκρός στον πάλλον.
Ανου να πάμεν γλήορα, τ' αμάξιν καρτερά σε!"

Εσιυψεν ο Τζιυπριανός τζι' έμεινεν νάκκον ώραν
τζι' εδκιαλοίστην νακκουρίν τζι' αννοίει τζιαι λαλεί του:
"Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλου, εγιώ να φύω που την Χώραν,
γιατί αν φύω, το κακόν εν' να γινή περίτου.
Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλου, τζι' ας πα' να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν τζι' οι άλλοι να γλυτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
εν' να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν' κάλλιον του πισκόπου."

Λαλεί του πάλ' ο Κκιόρ-ογλους: "Λυπούμαι σε, Δεσπότη,
να μεν σ' εύρη που το πωρνόν ο ήλιος μεσ' στην Χώραν,
γιατί ευτύς εν' να κοπή η τζιεφαλή σου πρώτη.
Ενας Μουρούζης τζι' έφυεν έσιει τωρά μιαν ώραν,
που κρεμαλλίστην του τεισιού τζι' εξέβην εις την στράταν,
τζιαι πα' κατά τον Λάρνακαν να μπη στα Κουσουλάτα.
Εφέραν του τζι' εφόρησεν μιαν αλλαήν, 'πο τζιείνες
τους Πίτσιλλους, συλλούριτζιην, λιμίν λιμίν, σαλάταν,
τζιαι σέρτουκα τζιαι μέρτουκα στα πόδκια του ποδίνες,
μεν τύσιη τζι' αγρωνίση τον κανένας εις την στράταν."

"Ευκαριστώ σου, Κκιόρ-ογλου," λαλεί του ο Δεσπότης.
"Θωρώ σε με καλόν γάλαν πως είσαι βυζασμένος,
μα φύε, μεν σε δουν τζιαι πουν πως γένεσαι προδότης."
Λαλεί τ': "αν μεν θέλης πολλά νάσαι ξωμακρυσμένος,
αμμάγγου πάμεν έσσω μου, να μεν μείνης δαπάνω."
"Εγιώνη θέλω, Κκιόρ-ογλου, να μείνω τζι' ας πεθάνω."
Ο Κκιόρ-ογλους εμάσιετουν να κάμη καλωσύνην,
αμμά επήεν άδικα ο κόπος του χαμένος.
Περίτου ώραν δεν είσιεν τζι' εν έπρεπεν να μείνη,
τζι' έφυεν πκιον περίλυπος τζιαι παραπονημένος.





[1] [2] [3] [4] [5] [6] [7] [8] [9] [10] [11] [12] [13] [14] [15] [16] [17] [18] [19] [20] [21] [22] [23] [24]

Αυτή η σελίδα είναι υπό κατασκευή.

Ευχαριστούμε που επισκεφθήκατε την 9η Ιουλίου του 1821.
Τα σχόλια σας είναι ευπρόσδεκτα.



Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε πιό πρόσφατα στις 25 Νοεμβρίου, 1997, Λευκωσία, Κύπρος.

© 1997 Tefkros Symeonides & Constantinos Symeonides

Το λογότυπο της Ενάτης σχεδιάστηκε από τον Τεύκρο.
Οι εικόνες πάρθηκαν από πίνακες του Γιώργου Μαυρογένη (συλλογή Αρχιεπισκοπής, Λευκωσία) και έγιναν scanned από τον 4ο Τόμο της "Ιστορίας της Νήσου Κύπρου" του Αντρου Παυλίδη, Εκδόσεις "Φιλόκυπρος".
Ο κώδικας HTML αυτής της σελίδας παράχθηκε από πρόγραμμα που έγραψε ειδικά γι' αυτό τον σκοπό ο Τεύκρος σε γλώσσα QBASIC.